- ευρύγναθος
- -η, -ο1. αυτός που έχει ευρεία γνάθο, πλατιά σιαγόνα2. μτφ. (για εργαλεία) ευρύς, πλατύς («ευρύγναθος πέλεκυς»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + γνάθος (η)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
ευρυγναθία — η [ευρύγναθος] χαρακτηριστικό γνώρισμα τού προσώπου τών φυλών μογγολικού τύπου το οποίο φαίνεται πλατύ λόγω τής προεξοχής τών ζυγωματικών οστών … Dictionary of Greek